Σάββατο 2 Μαΐου 2009

100 χρόνια Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ (3)
«(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μυρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

*

Ι
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

*

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

(...)

*

Πουλί μου, εσύ που μου 'φερνες νεράκι στην παλάμη

πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

*

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

(...)

*

VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

*

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

(...)

*

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

*

Και μου 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.

*

XVII
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,

κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

*

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

*

Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,

μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

*

Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε

και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

(...)

*

Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα,

φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

*

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,

κι εγώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

*

XX
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

*

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, -

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.

*

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -

το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

(...)

*

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

*

Κι ως το 'θελες (ως το 'λεγες τα βράδια με το λύχνο)

ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

*

Κι αντίς τ' άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω

και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω.

*

Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου».

(«Επιτάφιος», αποσπάσματα)